Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020

ESCAPE POLH FANTASMA


 

Πρόλογος

 

Η βροχή που έπεφτε, είχε κάνει την Μελίνα μούσκεμα μέχρι το κόκκαλο. Πόσες φορές είχε πάρει την απόφαση να μάθει να οδηγεί. Πόσες φορές είχε απορρίψει αυτή την απόφασή. Αλλά σήμερα τα νεύρα της δεν την βοηθούσαν. Η δουλειά της ήταν φυσικά η αιτία και ο καιρός δεν βοηθούσε καθόλου σε αυτό.

Με τα χίλια ζόρια, έφτασε επιτέλους στον προορισμό της. Έβγαλε τα βρεγμένα κλειδιά από την τσέπη της και άνοιξε την πόρτα. Το πάτωμα γύρω της μέχρι να την κλίσει και την κλειδώσει ξανά δημιούργησε μια μικρούλα λίμνη. Αν δεν έκανε αμέσως μπάνιο θα αρρώσταινε για τα καλά. Όμως οι φωνές που ακουγόντουσαν πίσω από την κλειστή πόρτα που ήταν μπροστά της δεν την άφηναν να κάνει βήμα. Ήταν κλάματα ή μήπως γέλια; Δεν μπορούσε να διακρίνει την διαφορά.

Το μυαλό της έλεγε έντονα μην ανακατεύεσαι αλλά η καρδιά της δεν μπορούσε να αντισταθεί. Μηδενίζοντας την απόσταση σήκωσε το χέρι και άρχισε να χτυπάει την πόρτα. Σχεδόν ήταν έτοιμη να τα παρατήσει όταν εκείνη άνοιξε και το ξινό πρόσωπο της νύφης της έκανε την εμφάνιση του στο μικρό άνοιγμα.

«Γιατί ενοχλείς. Πάλι!» δεν έκατσε να δώσει σημασία στα λόγια της.

«Ο αδελφός μου είναι καλά; Ο μικρός;» τα λόγια της σφαίρες στα δόντια της θα σκότωναν τον οποιοδήποτε αλλά όχι αυτή.

«Μια χαρά» η απάθεια της έκανε τα νεύρα της Μελίνας χειρότερα από όσο ήταν αλλά μόλις την είδε να ανοίγει την πόρτα και να αφήνει χώρο για να δει και η ίδια με τα μάτια της πάγωσε.

Πράγματι ήταν καλά ή τουλάχιστον αυτό έδειχνε. Κι όμως κάτι δεν ταίριαζε.

«Μάνθο;» καμία αντίδραση από μέρους του. «Μάνθο» επέμενε με περισσότερη ένταση ενώ χωρίς να το σκεφτεί άρχισε να πλησιάζει προς τον καναπέ που είχε βουλιάξει το σώμα του. Και πάλι τίποτα.

«Τι είναι αυτό που βλέπετε;» η απορία της ήταν τόσο έντονη ιδίως βλέποντας την ελλιπείς αντίδραση του μέχρι που είδε.

Με μια πρώτη ματιά, θα μπορούσες να το περιγράψεις σαν ένα κοινό  θρίλερ. Με μία δεύτερη ματιά ήταν καθηλωτικά πιο σκοτεινό. Χωρίς να το καταλάβει άρχισε να το παρακολουθεί και η ίδια.

Οι δύο πρώτες σκηνές ήταν ανατριχιαστικά αηδιαστικές καθώς ο πρωταγωνιστής ήταν ένα μικρό παιδάκι. Η τρίτη όμως σκηνή ήταν και η πιο σοκαριστηκή σε σημείο να μην μπορεί άλλο να κρατήσει την αντίδραση της.  

«Μα τι είναι αυτό που βλέπετε;;» ο τόνος της φωνής της έμοιαζε να ξύπνησε στιγμιαία τους φανατικούς θαυμαστές αυτής της ταινίας.

«Είναι δυνατόν να μην ξέρεις το ESCAPE POLH FANTASMA; Αλήθεια τώρα;» η φωνή του δεκάχρονου ανιψιού της την έκανε να συνειδητοποιήσει ότι δεν ήταν μόνοι.

«Είσαστε σοβαροί; Αφήνετε το παιδί να βλέπει τέτοια πράγματα;» η φωνή της έφτασε σχεδόν να στριγκλίζει.

«Ηρέμησε αδελφή και κάτσε παρέα μας να το απολαύσεις. Αυτό δεν είναι απλά μια ταινία. Είναι το διαμάντι της έβδομης τέχνης!» ο θαυμασμός στην φωνή του έκανε το μυαλό της να εκραγεί.

Όχι δεν μπορεί αυτός ο άνθρωπος να είναι ο αδελφός της. Ο αδελφός που τουλάχιστον εκείνη ήξερε. Γύρισε την ματιά της κατηγορηματικά προς την νύφη της.

«Και εσύ το επιτρέπεις αυτό;» συνέχιζε χωρίς πράγματι να πιστεύει ότι το ζούσε όλο αυτό.

«Αν δεν το δεις δεν μπορείς να φανταστείς για τι ταινία μιλάμε…» δεν την άφησε να συνεχίσει. Είχε ακούσει αρκετά.

«Να δω τι;» σχεδόν ούρλιαξε την στιγμή που το κεφάλι της γύρισε ξανά προς την μεγάλη οθόνη ακριβώς την στιγμή που μια μελαχρινή μεγαλόσωμη γυναίκα έμπηγε ένα τεράστιο καρφί στα μηλίγγια του κακόμοιρου μικρού πρωταγωνιστή.

«Πως κάνεις έτσι βρε θεία;» η άχρωμη φωνή του ανιψιού της Βάιου, την πάγωσε. Το πρόσωπο του περισσότερο.

Κοίταξε γύρω της. Δεν είχε χώρο για εκείνη αυτό το σπίτι. Ήταν μια ξένη, μια παρείσακτη που απλά τους ενοχλούσε.

Δεν είπε τίποτα. Δεν ήξερε τι άλλο να πει. Το μυαλό της δεν μπορούσε να βρει λογική σε όλα αυτά.

«Μην ξεχάσεις να ψάξεις να την βρεις…» φυσικά η νύφη της εννοούσε την ταινία. Η ματιά της Μελίνας έκοψε την φράση της στην μέση.

Δεν είπε καν καληνύχτα. Απλά έφυγε.

Με βήματα βαριά προσπάθησε να ανέβει τα σκαλοπάτια. Είχε γεμίσει όλη την σκάλα με νερό αλλά για πρώτη φορά δεν κοίταξε πίσω της, δεν την ένοιαζε καν. Οι εικόνες που είχε δει στα ανέκφραστα πρόσωπα των  δικών της ανθρώπων την έκανε ανίκανη να σκεφτεί κάτι άλλο. Ιδίως το πρόσωπο του ανιψιού της. Αυτή σίγουρα θα ήταν μια εικόνα που δεν θα ξεχνούσε ποτέ.

Όσοι την γνώριζαν ήξεραν πόσο control freak ήταν σαν άνθρωπος αλλά και σαν χαρακτήρας. Ήξεραν ότι αν τα πάντα δεν ήταν σε τάξη δεν μπορούσε να λειτουργήσει. Ήξεραν την ιδιαιτερότητα της με τους ιδιοψυχαναγκασμούς που έφερνε όλους τους άλλους στα όρια της τρέλας. Και όμως, εκείνη την ημέρα τίποτα από όλα αυτά δεν την τάραζαν. Ήταν τόσο σοκαρισμένη που δεν συνειδητοποίησε καν ότι περπάταγε και έριχνε τα βρεγμένα ρούχα στο πάτωμα. Δεν συνειδητοποίησε ότι δεν είχε βγάλει ακόμα το φαγητό από το ψυγείο για να το βάλει στον φούρνο μικροκυμάτων για να ζεσταθεί μέχρι να κάνει μπάνιο. Δεν συνειδητοποίησε ότι δεν είχε πατήσει το κουμπί στο λάπτοπ για να ανοίξει ώστε να της κρατήσει παρέα μέχρι να τελειώσει το δείπνο της.

Το μόνο που έβλεπε μπροστά της ήταν η μπανιέρα της, το καυτό νερό, το αφρόλουτρο που μύριζε γιασεμί. Ήταν τα μοναδικά πράγματα που εκείνη την στιγμή είχε ανάγκη.

Τα πέντε λεπτά έγιναν δέκα και μετά είκοσι και μετά έχασε την αίσθηση με τον χρόνο μέχρι που το νερό πάγωσε. Και συνειδητοποίησε τι είχε κάνει. Μάλλον πόσα δεν είχε κάνει ακόμα. Για πρώτη φορά δεν είχαν σημασία.

Δεν πήγε στην κουζίνα όπως θα είχε κάνει ένα οποιοδήποτε άλλο βράδυ. Πήγε κατευθείαν στο δωμάτιο της. Έσφιξε το μπουρνούζι της πιο σφιχτά για να την προστατέψει από το ρίγος που ένοιωσε να διαπερνά από την σπονδυλική της στήλη και καθώς έκατσε στην άκρη του κρεβατιού χάιδεψε με τα ακροδάχτυλα της την απαλή μεταξένια της πιτζάμα ακριβώς στο σημείο που ήταν το κεντημένο σύμβολο της. Μια  κόκκινη τουλίπα.

Ήταν Δευτέρα. Πάντα την φόραγε κάθε Δευτέρα. Έτσι και σήμερα την είχε ετοιμάσει από το πρωί πριν φύγει για την δουλειά. Την είχε στολίσει κυριολεκτικά πάνω από το λευκό της πάπλωμα. Ήταν Δευτέρα που την είχε πάρει όλο χαρά στο μοναδικό ταξίδι που είχε κάνει στην ζωή της. Στην Κίνα.

Ήταν μόνο για τρεις ημέρες και ήταν για το μεγάλο συνέδριο που της χάρισε αξιοκρατικά την θέση που είχε τώρα στην εταιρία που δούλευε. Είχαν περάσει δύο χρόνια και όμως το θυμόταν σαν τώρα.

Από το αεροδρόμιο είχε βρεθεί κατευθείαν στο ξενοδοχείο. Και από το ξενοδοχείο είχε πάρει μετά από τρεις μέρες το ταξί για να γυρίσει στο αεροδρόμιο. Τρεις μέρες, πρώτη φορά σε μια ξένη χώρα και δεν είχε προλάβει να δει τίποτα. Μόνο όσα μπορούσε να δει από την τεράστια τζαμαρία του δωματίου της. Και πάλι πόσα θα μπορούσε να δει.

Της είχε στοιχήσει τόσο πολύ που στον γυρισμό προσπάθησε να απορροφήσει μέσα από το ταξί, όσες περισσότερες εικόνες μπορούσε. Μέχρι που είδε μια πλανόδια πωλήτρια να σηκώνει αυτή ακριβώς την μεταξωτή πιτζάμα και τότε δεν άντεξε άλλο. Είπε στον ταξιτζή να σταματήσει, τον παρακάλεσε να την περιμένει, του έδωσε πολλά περισσότερα από όσο θα άξιζε η κούρσα αλλά δεν την ένοιαζε. Μόλις το είδε ήξερε ότι το ήθελε.

Κατευθείαν είχε φανταστεί τον εαυτό της μέσα σε αυτό το ρούχο. Είχε φανταστεί τον Δημήτρη να την κοιτάει και να λιώνει περισσότερο, εκείνη να του ανταποδίδει το βλέμμα, μέχρι που το αεροπλάνο έφτασε στον προορισμό του και εκείνος ήταν εκεί με μια τεράστια ανθοδέσμη έτοιμος να καταστρέψει τα πάντα. Και τα κατέστρεψε. Μόλις έφτασε κοντά του δεν περίμενε άλλο. Της έκανε γονατιστός την πρόταση γάμου που είχε ετοιμάσει και εκεί τελειώσανε όλα.

Δεν είχε προλάβει να το χαρεί. Δεν είχε προλάβει να την δει να το φοράει. Την ίδια μέρα μάζεψε τα πράγματα του και του ζήτησε να μην την ενοχλήσει ξανά. Ήξερε. Εκείνος ήξερε. Γιατί έπρεπε να τους το κάνει αυτό; Γιατί δεν σεβάστηκε όσα του είχε εκμυστηρευτεί; Τουλάχιστον σεβάστηκε την τελική της απόφαση και έφυγε. Την άφησε μόνη.

Δεν υπήρξε κανένας άλλος. Δεν θα υπήρχε ποτέ κανένας άλλος. Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει. Κανείς δεν θα μπορούσε να δεχτεί ότι δεν ήταν φτιαγμένη για στερεότυπα και αιώνιους όρκους. Οπότε πιο το νόημα πια.

Και όμως, αυτή την στιγμή, αυτή την μοναδική στιγμή ήταν που κάτι μέσα της ήθελε όσο τίποτα εκείνος να είχε επιμείνει. Να είχε μπει μπροστά και να έλεγε όσα εκείνη δεν θα ήθελε να ακούσει αλλά τουλάχιστον θα μπορούσε να τα είχε πει ή έστω να είχε προσπαθήσει. Θα μπορούσε αλλά εκείνος απλά έφυγε.

Αφού ντύθηκε και φόρεσε το ζεστό της μπουρνούζι γύρισε στην κουζίνα. Τα μάτια της γύρισαν προς το πάτωμα. Θα έπρεπε το θέαμα να την προκαλέσει φρίκη μέχρι και κρίση μέχρι να τα δει ξανά όλα στην θέση τους αλλά ήταν πολύ εξαντλημένη ψυχικά για να δώσει περισσότερη σημασία. Το μόνο που ήθελε ήταν να βάλει μια μπουκιά στο στόμα της και να κοιμηθεί. Τίποτα άλλο. Αλλά η συνήθεια είναι συνήθεια.

Μέχρι να ζεσταθεί το φαγητό της άνοιξε τον υπολογιστή και κοίταξε μηχανικά τα εμαιλ της. Μέσα σε όλα τα αδιάφορα άλλα είδε το μοναδικό εμαιλ που την θα μπορούσε να της τραβήξει την προσοχή. Ένα μήνα περίμενε αυτή την στιγμή. Ήταν μια προ-παραγγελία που είχε κάνει. Ήταν απλός ένα ζευγάρι παπούτσια. Αλλά μέσα σε αυτό το απέραντο κενό που την πλάκωνε ακόμα και αυτό ήταν κάτι. Κάτι μικρό αλλά τόσο ασήμαντα σημαντικό για εκείνη. Εκείνη ακριβώς την δεδομένη στιγμή.

Δεν το σκέφτηκε πολύ. Με το που το άνοιξε διάβασε στα γρήγορα της οδηγίες, άνοιξε το λινκ και άρχισε να πληκτρολογεί τα στοιχεία της. Στην θέση της υπογραφής επισύναψε την ψηφιακή της υπογραφή και πριν πατήσει την αποστολή έμεινε για λίγο να διαβάζει τους όρους πριν τους αποδεχτεί. Μέσα σε όλο το κείμενο το μάτι της έπεσε σε μία και μόνο λέξη. ‘‘ESCAPE”. Πάγωσε.

Όλα όσα είχαν συμβεί τον ακριβώς από κάτω όροφο ήρθαν ξανά στην μνήμη της με τόση ορμή που δεν σκέφτηκε με ψυχραιμία. Αφήνοντας άθικτη την σελίδα με τα στοιχεία της άνοιξε δεύτερη καρτέλα στον browser και άρχισε να πληκτρολογεί.

Με μιας η σελίδα γέμισε με εκατοντάδες σελίδες που όλες έλεγαν μέσα σε όλα τα άλλα «Μην την ανοίξεις». Παντού αύτη η φράση. Λες και την είχαν βάλει επίτηδες για να σε προκαλέσει να το κάνεις. Δεν είχε χρόνο να σκεφτεί ήρεμα, χωρίς να χάνει χρόνο πάτησε πάνω στην επίσημη σελίδα και πριν προλάβει να αντιδράσει ένα παράθυρο άνοιξε που έλεγε τα εξής:

«Αλήθεια τώρα; Δεν ξέρεις να διαβάζεις;

Εσύ το πάτησες ενώ σου είπα ΜΗΝ το κάνεις;»

Αυτό… και τίποτα άλλο.

Κουρασμένη από όλα αυτά τα ηλίθια τεχνάσματα πήρε το κέρσορα του ποντικιού και προσπάθησε να το κλείσει αλλά κάθε φορά που προσπαθούσε ένα πατήσει το «Χ» εκείνο ξεγλιστρούσε και έβγαινε σε διαφορετικό σημείο κάθε φορά.

«Επιτέλους!» σύριξε αγανακτισμένη μέχρι που στο τελευταίο κλικ εκεί που πίστευε ότι τα είχε καταφέρει εμφανίστηκε ένα πράσινο «ν» επιβεβαίωσης και τα πάντα άρχισαν να κυλούν γρήγορα. Καρτέλες άνοιγαν έκλειναν και μετά μια τέλεια μαύρη οθόνη ήρθε να αποτελειώσει το πιο εξελιγμένο λάπτοπ της αγοράς. Και όλα αυτά, για μια τερατώδες βλακεία.

Πριν προλάβει από τα νεύρα της να πιάσει το λάπτοπ και να το πετάξει από το παράθυρο εκείνο άνοιξε ξανά και τα πάντα ήταν ξανά στην θέση τους. Με την μόνη διαφορά ότι πλέον το προηγούμενο μήνυμα είχε πλέον αντικατασταθεί με το μήνυμα:

«Εγώ σε προειδοποίησα» και τίποτα άλλο.

Έκλεισε την καρτέλα τελείως και έμεινε να κοιτά την φόρμα παραγγελίας για τα παπούτσια που περίμενε εδώ και ένα μήνα. Η μοναδική κίνηση που είχε να κάνει ήταν να πατήσει το κουμπί αποστολή. Αλλά δεν ήταν σίγουρη αν ήθελε μετά από όλα αυτά να κάνει ακόμα και αυτό. Κοίταξε δίπλα της το φαγητό που κρύωνε. Ούτε καν αυτό την συγκινούσε πια.

Καθώς σηκώθηκε αποφασιστικά, πήρε το πιάτο, πέταξε στα σκουπίδια το περιεχόμενο του και αφού το έπλυνε έβαλε ένα ποτήρι να πιει νερό. Έπρεπε να φύγει. Δεν την χώραγε άλλο αυτός ο τόπος. Το να αγοράσουν σπίτια το ένα πάνω στο άλλο για να είναι κοντά με τον αδελφό της δεν απέδωσε το αρχικό τους όνειρο. Και δεν μπορούσε να κατηγορήσει την νύφη της. Εκείνος ήταν που έφευγε κάθε μέρα και πιο μακριά της. Αλλά ούτε εκείνον μπορούσε να κατηγορήσει πια. Ποιος θα ήθελε να βλέπει κάθε μέρα ένα πρόσωπο που μόνο άσχημες αναμνήσεις θα μπορούσε να του ανασύρει.

Έπρεπε να πάρει την απόφαση να φύγει. Πραγματικά δεν την χωρούσε άλλο αυτό το σπίτι. Ήταν μια μάταιη προσπάθεια να κρατάει μια σύνδεση που από χρόνια είχε πλέον σπάσει.

Αδειάζοντας το νερό που είχε απομείνει μέσα στο ποτήρι, το γέμισε ξανά και το πήρε μαζί της. Περνώντας από το τραπέζι της κουζίνας γύρισε την ματιά της προς το λάπτοπ. Ήταν ένα ender. Το πάτησε. Και ένα shutdown. Το πάτησε και αυτό και πήγε για ύπνο αγνοώντας τον χαμό που είχε κυριολεκτικά προκαλέσει.

 

0 σχόλια :