Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2020

Χωρίς αισθήσεις


Υπάρχουν στιγμές σαν και αυτές που θέλεις να πεις κάτι… Αλλά τι;

Υπάρχουν στιγμές σαν και αυτές που θέλεις να ανοίξεις το στόμα σου και να πεις όλα όσα μέσα σου ουρλιάζουν… Ζωή.

Υπάρχουν και εκείνες οι στιγμές που απλά οι λέξεις κρύβονται μέσα στην σιωπή.

Σήμερα είναι μία από αυτές τις μέρες. Η ημέρα της σιωπής. Μέσα από όσα τα μέσα μου ξεχειλίζουν από όλα αυτά που θέλω να πω. Ω Χριστέ μου πόσο θα ήθελα να τα πω. Αλλά που; Σε ποιον; Ποιος θα ήταν τόσο δυνατός για να τα ακούσει.

Δάκρυ. Χαρά. Δάκρυ. Λύπη. Δάκρυ. Μοναξιά. Δάκρυ και πάλι από την αρχή. Χαρά.

Τόσα συναισθήματα. Με ποιον να τα μοιραστείς. Όταν κανείς δεν είναι τόσο δυνατός για να τα αντέξει. Κανείς δεν είναι  καν πρόθυμος να ψάξει να τα βρει. Είναι εκεί, κρυμμένα μέσα μας. Θέλουν να κάνουν την επανάσταση τους αλλά εγώ σιωπώ.

Δάκρυ. Κενό. Δάκρυ. Κενό. Δάκρυ και πάλι από την αρχή, ένα απέραντο κενό που δεν γεμίζει με τίποτα.

«Κάρι» το όνομα μου μέσα από το δικό του ηχόχρωμα πονάει τόσο πολύ. Χωρίς δάκρυ. Απλά πόνος. Ένας βουβός πόνος και πάλι από την αρχή.

«Επιτέλους θα συγκεντρωθείς σε αυτό που κάνουμε ή θα συνεχίσεις να χαζεύεις» μακάρι να χάζευα όλα θα ήταν τόσο απλά.

«Συγνώμη» η λέξη ξέφυγε μόνη της τόσο απελπιστικά ρομποτικά. Από συνήθεια.

«Αν την εννοούσες αυτή την συγνώμη τώρα θα είχαμε τελειώσει την άσκηση μας» Χριστέ μου πόσο με ξέρει. Πόσο αυτό με εκνευρίζει.

«Ξανά» τα λόγια του μαστίγιο έκαναν τα πόδια μου να πονέσουν. Πόνος. Αλήθεια αυτό που ένιωσα ήταν πόνος;

«Ένιωσα» αυτή η μοναδική λέξη που βγήκε τόσο αυθόρμητα από μέσα μου έκανε και τον ίδιο να σταματήσει την κίνηση του πριν με τραβήξει σε όρθια στάση.

«Τι είπες;» με ρώτησε παγωμένος ακόμα ενώ τα χέρια του αγκάλιαζαν την λεπτοκαμωμένη μου μέση στην προσπάθεια του να με σηκώσει από το πάτωμα.

«Ένιωσα Λόγκαν» ακόμα και σε μένα φαινόταν τόσο παράξενο όλο αυτό.

«Που; Πότε; Σε ποιο σημείο;» πραγματικά ήθελε να μάθει. Δουλεύαμε τόσο σκληρά μήνες ολόκληρους γι’ αυτήν την τόσο μικρή αλλά τόσο σπουδαία στιγμή.

«Νομίζω, ήταν στο σημείο που με κράταγες» δεν ήμουν σίγουρη. Από το βλέμμα του ούτε και ο ίδιος αλλά δεν τα παράτησε.

Προσπάθησε σκληρά, ξανά και ξανά, του το αναγνώριζα. Προσπάθησε στο ίδιο σημείο με τα χέρια του να με κάνει να το αισθανθώ και πάλι.

«Σε παρακαλώ σταμάτα» τον παρακάλεσα εξαντλημένα. Δεν είχε νόημα. Όσο και να προσπαθούσε η επαφή των χεριών του πάνω στο σώμα μου δεν είχε καμία αίσθηση.

Ήταν ένα σώμα νεκρό. Ένα σώμα χωρίς αίσθηση. Παραπληγικό. Ποιο το νόημα όλων αυτών.

«Ξανά» σίριξε μέσα από τα δόντια του με περισσότερο πείσμα και τα κατάφερε.

«Ένιωσα» γεμάτη δάκρυα στα μάτια ξεφώνισα ξανά. «Ήμουν σίγουρη ότι το ένιωσα πριν» ήθελα να το νιώσω και πάλι. Η απουσία αίσθησης όμως με απογοήτευσε και τα παράτησα. Για άλλη μια φορά.

«Αν τα παρατήσεις και τώρα θα σε σαπίσω στο ξύλο μέχρι να σε ακούσω να μου ζητάς να σταματήσω» δεν το εννοούσε. Το ήξερα αλλά και μόνο που το εξέφρασε με αυτόν τον τρόπο με έκανε να θέλω να εξαφανιστώ σε ένα μέρος που δεν θα χρειαζόταν πια να παλεύω να νιώσω. Ένα μέρος που δεν θα μου χρειαζόταν οι αισθήσεις. Σε εκείνο το μέρος που ακόμα και κάποιος χωρίς σώμα θα είχε το δικαίωμα να ζήσει.

«Συγνώμη» εκείνος το εννοούσε. Το ήξερα ότι το εννοούσε. Άκουγα την ίδια του την ψυχή να το εκφράζει.

«Μπορούμε να συνεχίσουμε την επόμενη φορά;» παρακάλεσα. Σχεδόν ικέτεψα.

«Ξέρεις…»

«Ξέρω. Δεν σου αρέσει να τα παρατάω. Αλλά θέλω να κρατήσω αυτή την στιγμή. Δεν θέλω να την καλύψει η απογοήτευση της μη αίσθησης που θα νιώσω ξανά» η ειλικρίνεια μου πάντα τον καθήλωνε.

«Με εκνευρίζει όταν η επιχειρηματολογία σου δεν παίρνει όχι. Αλλά έχεις δίκιο. Κράτα αυτή την μεγάλη στιγμή και την επόμενη φορά…»

«Δεν θα υπάρξει επόμενη φορά Λόγκαν. Ποιο το νόημα» προσπάθησε να μιλήσει αλλά δεν τον άφησα. «Δεν τα παρατάω όπως νομίζεις. Όμως δεν θα υπάρξει επόμενη φορά. Ας δεχτούμε ότι η κατάσταση δεν αλλάζει. Ας αποδεχτούμε την αλήθεια και ας συνεχίσουμε την ζωή μας με όσα μας έχουν απομείνει».

«Τα παρατάς» δεν άκουγε λέξη από όσο έλεγα. Δεν ήθελε να ακούσει. Άλλωστε αυτή ήταν η δουλειά του.

«Απλά αποδέχομαι την κατάσταση όπως είναι» τον διόρθωσα. «Θα συνεχίσω να κάνω την θεραπείες για να μην ατροφήσω τελείως. Όμως δεν θέλω να με πιέσεις για τίποτα περισσότερο. Δεν έχει νόημα» ήμουν κάθετη.

«Θα μιλήσω με την μητέρα σου και θα…»

«Θα της μιλήσω εγώ» προσπάθησα να τον προλάβω αλλά ήταν αργά. Η μητέρα μου ήταν ήδη εκεί και τα είχε ακούσει όλα.

«Να μου πείτε τι;» το βλέμμα της κοφτερό έδειχνε απροκάλυπτα ότι ήδη τα ήξερα όλα αλλά ήθελε και να δει αν θα της πούμε την αλήθεια.

 



Εκείνο το απόγευμα έφυγε παίρνοντας μαζί της την ελπίδα. Δεν έφυγε μόνη. Έφυγε με την μητέρα της αφού εκείνη φρόντισε να φορτώσει όλες τις ευθύνες της αποτυχίας μας επάνω μου.

Είχε δίπλα της ένα εκπληκτικό διαμάντι. Ένα εκπληκτικό άνθρωπο. Έναν άγγελο καθηλωμένο σε μία πολυθρόνα.

Δεν είχε αποτύχει εκείνη. Είχαμε αποτύχει όλοι εμείς. Η μητέρα της εν μέρει είχε δίκιο.

Πώς να πείσεις έναν άνθρωπο που κοίταζε κάθε μέρα, εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο το ίδιο ταβάνι, την ίδια ταπετσαρία, τα ίδια βιβλία, το ίδιο τραπέζι χωρίς καρέκλες να ζήσει.

Ποιο όνειρο να της έκανες πραγματικότητα όταν τα φτερά της ήταν ήδη κομμένα από την ρίζα τους. Πως θα μπορούσες ποτέ να της πεις… προσπάθησε. Προσπάθησε να ζήσεις άλλη μια μέρα μέσα στο ίδιο δωμάτιο.

Είχε δίκιο. Ποιο το νόημα. Ποιος ο σκοπός. Οι εξετάσεις δεν μας έδιναν καμία ελπίδα. Η σπονδυλική της στήλη είχε καταστραφεί ολοσχερώς.

«Μην κουράζεσαι με την αποκατάσταση. Το μόνο που θέλω είναι να θυμηθώ πως είναι να νιώθεις» είχε πει. Και μου είχε ραγίσει συθέμελα όλο μου το είναι.

Πόσες φορές έφτασα να θέλω να σκίσω όλα μου τα πτυχία. Άχρηστα. Κανένα τους δεν είχαν τον τρόπο να εκπληρώσουν την μοναδική της επιθυμία.

«Άλλη μια φορά. Να θυμηθώ πως είναι να νιώθω. Άλλη μια φορά» μόνο αυτό ήθελε δεν την ένοιαζε να σηκωθεί. Δεν την κούραζε να ζει την ίδια μέρα ξανά και ξανά. Το μόνο που ζητούσε ήταν νιώσει αλλά τα άχρηστα πτυχία μου, ήξερα από την αρχή, ότι δεν θα κατάφερναν να της εκπληρώσουν αυτή την επιθυμία.

Δεν τα παρατούσα. Θα έβρισκα την άκρη. Δεν θα τα παράταγα. Όχι εγώ. Εκείνη ας έκανε ότι ήθελε.

 

~*~*~*~

 

Βυθός. Ένας απύθμενος βυθός και εγώ εκεί να παλεύω να βρω μια ανάσα. Τα δελφίνια γύρω μου δεν με βοηθούσαν, αντίθετα με βύθιζαν όλο ένα και πιο μέσα στο σκοτάδι. Μέχρι που το είδα. Ήταν εκεί. Μια κουρτίνα από φως. Άπλετο φως μέσα στον βυθό. Άξαφνα η ανάσα μου γύρισε. Ήταν μια διαφορετική ανάσα από εκείνες που παίρνεις χωρίς κόπο. Δεν με έπνιγε, με γέμιζε… Ζωή.

 

«Κάρι!» το όνομα μου μέσα από το ηχόχρωμα του πάντα θα μου δίνει ελπίδα αλλά δεν είναι εδώ. Το ξέρω. Βρίσκομαι ακόμα μέσα στο όνειρο μου.

«Γλυκιά μου Κάρι άνοιξε τα μάτια σου ήρθε η ώρα» η δική του φωνή ξανά. Μου ζήτουσε να κάνω τι;

«Κάρι;» ξανά. Ξανά. Δεν σταματούσε μέχρι που τα μάτια μου υπάκουσαν το κάλεσμα του.

«Λόγκαν;» σοκαρισμένη τον κοίταζα να μου χαμογελάει με τα λακάκια στα μάγουλα του να γίνονται πιο βαθιά.

Ο Λόγκαν; Ο δικός μου Λόγκαν εδώ; Στο δωμάτιο μου; Ποιος τον άφησε να έρθει; Σίγουρα όχι η μητέρα μου.

«Λόγκαν;» ακόμα δεν μπορούσα να το πιστέψω.

«Ναι Κάρι μου είμαι εδώ. Ήρθα να σε πάρω».

«Σίγουρα ονειρεύομαι» δεν υπήρχε περίπτωση αυτό να είναι πραγματικότητα.

«Δεν ονειρεύεσαι καλή μου. Ήρθε η ώρα να κάνω το όνειρο σου πραγματικότητα. Είσαι έτοιμη γι’ αυτό;» ήθελα να ανασηκωθώ να τον κοιτάξω καλύτερα στα μάτια αλλά δεν μπορούσα χωρίς την βοήθεια του.

«Σίγουρα ονειρεύομαι» δεν υπήρχε περίπτωση αυτό να συμβαίνει πραγματικά.

«Σου το ορκίζομαι είμαι εδώ» μου χάιδεψε το πρόσωπο για να τον αισθανθώ. Ήταν πράγματι εδώ. Τι μου ζητούσε να κάνω;

«Ήρθα να σε πάρω. Θα κάνουμε ένα ταξίδι. Οι δύο μας» τι μου συμβαίνει γιατί δεν ξυπνάω.

«Ο Λόγκαν βρήκε μια κλινική που μας υπόσχεται πολλά για την αποκατάσταση σου» τα λόγια της μητέρας μου ήρθαν στα αφτιά μου σαν κεραυνός.

«Τι;»

«Ήρθε η ώρα να κάνω το όνειρο σου πραγματικότητα αλλά αυτό απαιτεί μια θυσία» επανέλαβε ο Λόγκαν και τον κοίταξα με περιέργεια.

«Τι θυσία;» ήμουν διστακτική να ακούσω την συνέχεια.

«Δεν θα μπορέσω να είμαι μαζί σας» η μητέρα μου να μην ακολουθήσει; Να με αφήσει να πάω κάπου χωρίς να είναι εκείνη εκεί. Σίγουρα ονειρεύομαι. Αποκλείεται αυτό να είναι αληθινό.

~*~*~*~

Είχα πολύ άγχος. Από την αρχή που μου έδωσε ο Σταν την ιδέα να μεταφέρω την Κάρι στην κλινική που δουλεύει εκείνος, είχα μπει σε μεγάλο πειρασμό. Ήταν μια κλινική αποκατάστασης σαν όλες τις άλλες. Δεν είχε να προσφέρει τίποτα από όσα έλπιζα για εκείνη και όμως.

«Θα καταφέρει να κάνει αυτό που εκείνη θέλει χωρίς την επίβλεψη της. Αυτό από μόνο του εκπληρώνει το όνειρο της. Θα αρχίσει πάλι να νιώθει. Έχε μου εμπιστοσύνη» τα λόγια του Σταν ήταν επίμονα, σίγουρα, κατηγορηματικά.

Είχε δίκιο. Του το αναγνώριζα. Η Κάρι χρειαζόταν μια διαφορετική ζωή. Και αυτό ήρθα τώρα να της προσφέρω.

Καθώς το αναπηρικό αμαξίδιο της Κάρι τσούλαγε μέσα στους διαδρόμους τα μάτια της κοίταζαν γύρω της νευρικά. Είχε αγωνία. Εξακολουθούσε να πιστεύει ότι ζει μέσα σε ένα όνειρο. Ότι δεν είχε ξυπνήσει ποτέ από εκείνη την ημέρα που είχα πάει σπίτι της για να την πάρω μακριά από τον άνθρωπο που της στερούσε το πιο ανθρώπινό δικαίωμα. Να ζει. Να αναπνέει. Να ονειρεύεται. Να ελπίζει για κάτι καλύτερο.

Ήταν υπαίτια για τον τραυματισμό της κόρη της και αντί να σεβαστεί την κατάσταση της και να την αφήσει να επιλέξει πως θέλει να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής της, εκείνη… χάλαγε όλη της την περιουσία επιβάλλοντας την Κάρι να υπομένει επεμβάσεις και φυσικοθεραπείες που αντί να κάνουν την κατάσταση της πιο υποφερτή, την εξαντλούσαν περισσότερο.

Δεν την κατηγορώ. Είχε τύψεις για ότι έγινε. Ήθελε να δει ξανά το παιδί της να περπατάει. Όμως αυτό που ποτέ της δεν θα καταλάβει ήταν ότι το μονάκριβο της, ήθελε μόνο να νιώσει. Ήταν τόσο δυνατή που δεν την ενοχλούσε που δεν θα είχε ποτέ της μια φυσιολογική ζωή όπως όλοι μας. Ήταν τόσο συνειδητοποιημένη με την κατάσταση της που αντί να την ενοχλεί έλεγε πάντα… υπάρχω και αυτή την ημέρα γι’ αυτό και μόνο είμαι ευγνώμον… και το εννοούσε. Ένοιωθε ευγνωμοσύνη γι’ αυτό και όχι δυσφορία.

Βλέποντας τον Σταν, με την λευκή του ποδιά, να μας πλησιάζει του χαμογέλασε. Τον συμπαθούσε πολύ. Και φυσικά και εκείνος. Πως άλλωστε να μην το έκανε αφού ήξερε τι διαμάντι ήταν.

«Πως είσαι σήμερα Κάρι μου» την χαιρέτησε.

«Ευγνώμον» η απάντηση της πάντα θα τον εξέπληττε.

Γέρνοντας προς το μέρος της, της πρόσφερε την αγκαλιά του με σεβασμό. Αυτός ήταν ο Σταν μου. Ήξερε να ξεχωρίζει τους ανθρώπους με μια και μόνο ματιά.

«Σε ενημέρωσε ο Λόγκαν για τα καθήκοντα σου;» αυτό την έκανε να γυρίσει να με κοιτάξει με απορία.

«Ήθελα να το αφήσω για έκπληξη» δεν του άρεσε αυτό.

«Λόγκαν, υποσχέθηκες» με μάλωσε και του χαμογέλασα.

«Θα της κάνω μια ξενάγηση στον χώρο και θα της τα πω εγώ. Πήγαινε στην δουλειά σου» ήθελα να τον αποδεσμεύσω. Δεν ήθελα να του φέρω προβλήματα. Ήξερα ότι έπρεπε να είχα ήδη ενημερώσει την Κάρι.

«Εντάξει» συμφώνησε αφήνοντας μια βαριά ανάσα. Δεν θα ήταν εύκολο αλλά δεν ήμουν διατεθειμένος να τα παρατήσω.

«Τότε σας αφήνω» συνέχισε ενώ φιλώντας την Κάρι στο κεφάλι, πέρασε από δίπλα μου ακουμπώντας φευγαλέα τα ακροδάχτυλα μου που ήταν ακουμπισμένα στα χερούλια του αναπηρικού αμαξίδιου.

«Θα έκανε τα πάντα για σένα» τα λόγια της Κάρι με προσγείωσαν στην πραγματικότητα πριν τον ακολουθήσω σαν μεθυσμένο κουνούπι που αναζητάει το φως.

«Και εγώ για εκείνον» και το εννοούσα.

«Το ξέρει και το εκτιμάει. Πραγματικά δεν χορταίνω να σας κοιτώ. Η απόλυτη ένωση» την κοίταξα στα μάτια με αμφιβολία και εκείνη όπως πάντα με μάλωσε.

«Όλοι έχουμε προβλήματα Λόγκαν. Εσείς ξέρετε πώς να τα υπερνικάτε γιατί δεν επιτρέπετε κανέναν και τίποτα να μπαίνει ανάμεσα σας. Όσο οι άλλοι και να προσπαθούν. Κακία υπάρχει παντού. Το διαφορετικό ποτέ δεν θα γίνει αποδεκτό. Η γνώση που μας δίνουν είναι κοινή, κοινή και η λογική, κοινό και το εγώ…»

«Αν ήξερα ότι το διαφορετικό είναι τόσο όμοιο με όσα γνωρίζουν θα μας αφήναν στην ησυχία μας» τα λόγια ενός παιδιού κάπου στα δέκα που ζωγράφιζε σε τα μάτια καρφωμένα σε μια κόλλα χαρτί με το κεφάλι του να είναι γερμένο στο πλάι και αλύγιστο μας τράβηξε την προσοχή.

«Πήγαινε με κοντά του» με παρακάλεσε εκείνη και φυσικά το έκανα. Και εγώ ο ίδιος ήθελα όσο τίποτα να ακούσω τι είχε να πει.

«Δεν με αφήνουν να γυρίσω στο σχολείο μου γιατί φοβούνται για μένα…» ήθελε κάπου να τα πει. Δεν θα τον σταμάταγε κανείς και τίποτα.

«Αλλά τελικά φοβούνται για μένα ή μήπως τελικά φοβούνται εμένα;» τα μάτια του λίγο μεγαλύτερα από το κανονικό γύρισαν να μας αντικρίσουν. Τα χέρια του που ήταν ημιτελές και μερικός κοκκαλωμένα πάλευαν να κάνουν το υπόλοιπο σώμα να σηκωθεί από την καρέκλα. Το θάρρος του, το πείσμα του, η επιμονή του να τα καταφέρει μόνος χωρίς την βοήθεια μας, μας είχε καθηλώσει.

Όταν σηκώθηκε το θέαμα ήταν ακόμα πιο σκληρό. Η πλάτη του έγερνε όλη προς τα πίσω. Έμοιαζε σαν να μην υπήρχε μέση να τον στηρίζει. Τα πόδια του έμεναν σε ανοιχτή στάση με τα πέλματα προς τα έξω για να στηρίξουν αυτό το παραμορφωμένο σώμα να μείνει οριακά όρθιο. Δεν μπορούσε να περπατήσει χωρίς οδηγό και εκεί μπήκα μπροστά εγώ.

«Άφησε με να σε βοηθήσω» παρακάλεσα. Ένευσε θετικά ήξερε ότι αν πάλευε να το κάνει μόνος θα έπρεπε να υποφέρει μεγάλους πόνους.

«Για ποιον φοβούνται τελικά;» περίμενε από εκείνη μια απάντηση.

Η Κάρι του άπλωσε το αδύναμο χέρι της. Εκείνος το κράτησε μέσα στο δικό του. Αγγίχτηκαν και δεν σταμάτησαν να κοιτιούνται μέσα στα μάτια μέχρι που εκείνη μίλησε ξανά.

«Νιώθεις!» δεν ήταν δήλωση, περισσότερο έκπληξη.

«Δείξε που πως είναι να νιώθεις» τον παρακάλεσε με τα μάτια της να του χαμογελούν θλιμμένα.

Τράβηξε το χέρι του απότομα και κοίταξε εμένα. «Είναι απαίσια» το είπε περισσότερο σε μένα παρά σε εκείνη πριν γυρίσει να την κοιτάξει ξανά. «Αλλά τουλάχιστον έχω ακόμα αυτό το προνόμιο» ο αναστεναγμός του έκανε τα χέρια της Κάρι να ανοίξουν διάπλατα. Εκείνος δέχτηκε την αγκαλιά της αδιαμαρτύρητα.

«Και εσύ νιώθεις. Έχεις αισθήματα» την κατηγόρησε.

«Αλλά μέχρι τώρα, δεν είχα με κανέναν να το μοιραστώ» απολογήθηκε. «Μου κάνεις την τιμή να τα μοιραστώ μαζί σου;» σχεδόν τον ικέτεψε με τα μάτια της να τον κοιτούν με θέρμη.

«Είναι απαίσια, εγώ σε προειδοποίησα» γελάσαμε ταυτόχρονα και οι τρεις.

«Είναι η αλήθεια» τα λόγια του Σταν μας έκανα να γυρίσουμε να τον κοιτάξουμε ταυτόχρονα.

«Αλλά είναι ότι μας επέτρεψαν να έχουμε κοινό με εκείνους» κοίταζε τώρα την Κάρι.

«Θα μας κάνεις την τιμή να τα μοιραστείς μαζί μας;» το είχαμε όλοι τόσο ανάγκη.

 

~*~*~*~

Μέσα σε δύο μήνες, όλη η πτέρυγα των παιδιών με αναπηρία μη αποκαταστάσιμη είχε γίνει εξολοκλήρου μια αγκαλιά. Η αγκαλιά της Κάρι. Αυτή ήταν η ιδέα του Σταν μου και ήταν πραγματικά ότι είχε ανάγκη αυτό το κορίτσι για να αναδείξει το εκπληκτικό της ταλέντο.

Δεν έλεγε πολλά. Μόνο σε κοίταζε στα μάτια και σου πρόσφερε απλόχερα το μοναδικό της χαμόγελο. Ένα χαμόγελο που έπαιρνε κάθε πόνο και δυσφορία μακριά. Η μοναδική της αγκαλιά μεγάλωνε μέρα με την ημέρα. Ακόμα και οι μύες της γινόντουσαν πιο δυνατοί. Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα για εκείνη μπορεί να είχα την ελπίδα να της προσφέρω με τις θεραπείες μου και τις θεραπείες τις κλινικής την τελευταία της ελπίδα. Να νιώσει πλέον και σωματικά. Αλλά…..

«Λυπάμαι που δεν τα κατάφερα. Προσπάθησα αλλά…»

«Λόγκαν…» εκείνη με σταμάτησε μια μέρα που με είχε πάρει το παράπονο καθώς κάναμε τις καθιερωμένες μας ασκήσεις.

«Νιώθω» τα λόγια της με μπέρδεψαν την κοίταξα μπερδεμένος.

«Σημαίνει αισθάνομαι» συμπλήρωσε και τότε κατάλαβα τα πάντα.

«Σε έφερα εδώ για να βρεις ένα λόγο να ζεις. Να δεις ότι υπάρχουν και άλλοι σαν και εσένα που παρόλες τις δυσκολίες τους κατάφεραν να βρουν ένα νόημα στην ζωή. Και όμως, αυτό που δεν περίμενα με τίποτα να φανταστώ ήταν τελικά ότι εσύ είσαι αυτή που μου χάρισες το προνόμιο να συνειδητοποιήσω και να δω ότι… Ζω σημαίνει υπάρχω μέσα από όλα όσα πραγματικά έχω και όχι μέσα από αυτά που θα ήθελα να έχω» τώρα κατάλαβα πόσο λάθος είχα καταλάβει από την αρχή τα δικά της λόγια.

«Νιώθω δεν σημαίνει ένα άγγιγμα πάνω στην επιδερμίδα που θα ξυπνήσει τις αισθήσεις. Νιώθω δεν σημαίνει ένας έρωτας που ήρθε να σου αλλάξει την ζωή. Νιώθω δεν σημαίνει κάτι που πηγάζει από έναν εξωτερικό παράγοντα αλλά από μέσα σου, από την ίδια σου την ύπαρξη. Νιώθω σημαίνει ΖΩ με όσα έχω κατακτήσει και είμαι ευγνώμον  γι’ αυτό… και αυτό μόνο εσύ θα μπορούσες να μου το διδάξεις. Σε ευχαριστώ!».

Τώρα κατάλαβα. Τώρα ήξερα ότι είχε δίκιο!


 

0 σχόλια :